ἡμιεκτέον

ἡμιεκτέον
ἡμιεκτέον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμιεκτέα — ἡμιεκτέον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιεκτέου — ἡμιεκτέον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιεκτέων — ἡμιεκτέον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”